ΠΥΡΟΜΑΝΤΗΣ ~ 12024 ΓFΕ

·

Νοσφεράτου (1922)

νοσφίδιος-α-ον (νόσφι) ο μεμακρυσμένος, ο κρύφιος, μυστικός· Ησ. «νοσφίδιον· κλοπιμαίον, λαθραίον» : Ησίοδ.άπ.187 νοσφιδίων έργων πέρι Κύπριδος. ― Από το Μέγα Λεξικό του Δ. Δημητράκου.